περιχεύας

περιχεύας
περιχεύᾱς , περιχέω
pour
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • CORNUA Victimarum deaurandi mos — ut gratiores essent Numinibus, apud mortalium antiquissimos obtinuit. Certe Nestor illi HOmericus, divinam rem Palladi facturus bove, ait ad eam Odyss. γ. v. 382. Σοὶ δ᾿ αὖ ἐγὼ ῥέξω βοῦν ἤνιν εὐρυμέτωπον, Α᾿δμήτην. ἣ οὔπω ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἀνήρ.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • περιχέω — και περιχεύω ΝΜΑ περιχύνω, κυρίως, υγρό άφθονα επάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, περιβρέχω (α. «πολλὴν ἠέρ ἔχων, ἣν οἱ περίχευεν Ἀθήνη» β. «τῷ περίχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις» γ. χρυσὸν κέρασιν περιχεύας», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. μέσ. περιχέομαι 1.… …   Dictionary of Greek

  • χέραδος — άδους και άδεος, τὸ, Α 1. άμμος με πέτρες και άλλες φερτές ύλες που κατεβάζουν τα ποτάμια («ἅλις χέραδος περιχεύας», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «χέραδος... τὸ συναγόμενον ἐν τῇ ῥύσει τοῡ ποταμοῡ πλῆθος ἰλύος καὶ ὀστράκων καὶ λίθων».… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”